- Δικαίαι
- Δικαίᾱͅ , Δικαίαfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δικαίαι — δικαίᾱͅ , δίκαιος observant of custom fem dat sg (attic doric aeolic) δικαίᾱͅ , δικαία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίκαιαι — Δικαία fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαιαι — δίκαιος observant of custom fem nom/voc pl δικαία fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαι' — δίκαια , δίκαιος observant of custom neut nom/voc/acc pl δίκαια , δίκαιος observant of custom neut nom/voc/acc pl δίκαιε , δίκαιος observant of custom masc voc sg δίκαιε , δίκαιος observant of custom masc/fem voc sg δίκαιαι , δίκαιος observant of … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
οργιά — Μονάδα μήκους, που χρησιμοποιείται συνήθως για τη μέτρηση του βάθους των νερών. Είναι αιγυπτιακής προέλευσης και ισούται με περίπου 1,85 μ.. Από τον Μεσαίωνα έως την καθιέρωση του δεκαδικού συστήματος, την ο. τη χώριζαν σε 6 πόδες ή 72 δακτυλίους … Dictionary of Greek
Δίκαι' — Δίκαιε , Δίκαιος observant of custom masc voc sg Δίκαια , Δικαία fem nom/voc sg Δίκαιαι , Δικαία fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)